- Ἰκάρου
- Ἴκαροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… … Dictionary of Greek
Θέστωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Απόλλωνα και της Λαοθόης ή της Αγλαΐας και πατέρας του μάντη Κάλχα. Ο Θ. πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο κόρες του, Θεονόη και Λευκίππη, αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές και… … Dictionary of Greek
Ikaros Kallitheas BC — Ίκαρος Καλλιθέας Liga A1 Ethniki Fundado 1991 Pabellón … Wikipedia Español
νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… … Dictionary of Greek
Ηλεκτρίδες νήσοι — Μυθικά νησιά της Αδριατικής, όπου υπήρχαν ιερά του Απόλλωνα ιδρυμένα από τους Αργοναύτες, καθώς και ανδριάντες του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Ονομάστηκαν έτσι από το ήλεκτρο στο οποίο μεταμορφώθηκαν τα δάκρυα της Φαέθουσας της Λαμπητίας και της… … Dictionary of Greek
Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek